- καμουφλάρισμα
- camouflage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καμουφλάζ — και καμουφλάρισμα, το η κατά τη διάρκεια πολέμου εξωτερική μεταμόρφωση μιας θέσεως ή ενός αντικειμένου, π.χ. χαρακωμάτων, πλοίων, πυροβόλων, στρατιωτικών εγκαταστάσεων κ.λπ., με σκοπό την απόκρυψή τους και την παραπλάνηση τού εχθρού, η παραλλαγή … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek